Πέμπτη 28 Απριλίου 2011
Οι μουσικοί της Βρέμης
10:15:00 μ.μ.
"Οι Μουσικοί της Βρέμης" είναι ένα κουκλοθεατρικό έργο της οικογένειας Σοφιανού που πρωτοπαίχτηκε στην "Μικρή Σκηνή", το καλλιτεχνικό κουκλοθέατρο του Ινστιτούτου Γκαίτε.
Το έργο είναι βασισμένο στο ομώνυμο παραμύθι των αδερφών Γκρίμ.
Μπορείτε αν θέλετε να το δραματοποιήσετε με την τάξη σας ή τους φίλους των παιδιών σας.
Το έργο μας αρχίζει!
(Ο γάιδαρος φορτώνεται με πολλά σακιά απο τον αφέντη του, τον μυλωνά)
ΜΥΛΩΝΑΣ–Κάθισε φρόνιμα, τι νευρικό ζώο που είσαι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Εάν μου επιτρέπεται, θα σας διορθώσω. Αν ο γάιδαρος έγινε νευρικός δεν φταίει αυτός, αλλά οι άνθρωποι.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Τεμπέλη! Θα σου άρεσε να κάθεσαι όλη μέρα και να μην κάνεις τίποτα. Νομίζεις οτι θα σε ταίζω έτσι, για το τίποτα;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Εγώ αφεντικό, θαρρώ πως με ταίσατε περισσότερο ξύλο παρά κριθάρι.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Πού ξανακούστηκαν τέτοια λόγια! Τι αχάριστο ζώο!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Σήμερα το παρακάνατε νομίζω. Με παραφορτώσατε.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Για ένα εργατικό ον αυτό δεν θα ήταν καθόλου βαρύ φορτίο. Αλλά βλέπω οτι εσύ τελευταία δεν έχεις πολλές δυνάμεις και αντοχή.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Υπολόγισε, αφεντικό πόσον καιρό κιόλας δουλεύω για σένα. Και μάλιστα χωρίς ποτέ να γκρινιάξω. Μέτρησες ποτέ όλα αυτά τα χρόνια, πόσα σακιά σου μετέφερα ως το μύλο σου;
ΜΥΛΩΝΑΣ–Σαν να μην είχα άλλη δουλειά να κάνω απο το να μετράω τα σακιά.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Εάν κατεβάζατε δύο σακιά το φορτίο θα γινόταν ελαφρότερο.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Τετράποδο άχρηστο! Σιγά-σιγά δεν θα μπορείς ούτε ένα σακί να κουβαλήσεις. Θα μου είσαι άχρηστος, ενώ την τροφή σου θα την θέλεις.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–(Ρίχνει όλα τα σακιά κάτω) Αφεντικό κράτα το φαγητό για σένα και κουβάλα τα σακιά μόνος σου στο μύλο. Θα βρώ και αλλού τροφή. Πολλές απαιτήσεις δεν έχω. Είμαι πολύ μετριόφρων γάιδαρος. Θα πάω στην πόλη Βρέμη. Εκεί ψάχνουν για μουσικούς. Εκεί θα πάω να βρω την τύχη μου. Θα μάθω να παίζω λαούτο και μαζί θα τραγουδώ χαρούμενα τραγούδια, γιατί έχω ωραία φωνή...
(Μονολογεί) Κακά τα ψέματα.
(Δυνατά) Να λοιπόν, είμαι έτοιμος για το ταξίδι. Καλή τύχη, κυρ' μυλωνά. Ιιά, Ιά.
(Ο γάιδαρος φεύγει. Ο μυλωνάς βρίζει. Από τη μια πόρτα βγαίνει ένας σκύλος τρεχάτος. Σταματάει να πάρει λίγη ανάσα.)
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Γειά σου γείτονα! Γιατί ανασαίνεις έτσι; Έτρεχες μήπως; Ασφαλώς θα έιχες πάει για κυνήγι με το αφεντικό σουτον κυνηγό, ε;
ΣΚΥΛΟΣ–Α, στο κυνήγι δεν πάω πια. Καιρό τώρα. Γεράματα βλέπεις.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έλα τώρα, μη στεναχωριέσαι.
ΣΚΥΛΟΣ–Μια κουβέντα είναι και αυτή. Δεν ξέρεις τι σημαίνει να ζεις σκυλίσια ζωή. Α! Σίγουρα δεν είναι ζωή αυτή. «Χάσου κοπρόσκυλο» μου είπε το αφεντικό μου. Ακούς εκεί, λέξη!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Παρηγορήσου, γιατί κι εγώ τα ίδια τράβηξα.
ΣΚΥΛΟΣ–Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να το σκάσω. Αλλά πού να πάω. Είμαι ένας ταλαιπωρημένος σκύλος. Πώς θα βγάζω το ψωμί μου;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Με τη μουσική!
ΣΚΥΛΟΣ–Δηλαδή τί; Να χτυπάω νταούλια σε διάφορα πανηγύρια;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ακριβώς.
ΣΚΥΛΟΣ–Φαίνεται οτι δεν είσαι στα καλά σου.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Δεν τα έχω καθόλου χαμένα. Εγώ πηγαίνω στην πόλη Βρέμη να γίνω μουσικός.
ΣΚΥΛΟΣ- Και γιατί;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Γιατί το αφεντικό μου ο μυλωνάς με παίδεψε όλα τα χρόνια.
ΣΚΥΛΟΣ–Ώστε κι εσύ κάνεις σκυλίσια ζωή;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Θα έλεγα γαιδουρίσια ζωή. Ξέρεις κάτι, έλα κι εσύ μαζί. Γίνε μουσικός. Εσύ θα παίζεις τύμπανο κι εγώ λαούτο.
ΣΚΥΛΟΣ–Ναι αυτό θα ήταν κάτι. Το τύμπανο! Καλή ιδέα. Όπως άκουσα πληρώνονται καλά οι ντραμίστες σήμερα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Κι εγώ το άκουσα αυτό.
ΣΚΥΛΟΣ–Θα μπορούσαμε να ανοίξουμε και εστιατόριο στη Βρέμη. Εσύ τι λές; Θα το ονομάζαμε «Ο μαύρος σκύλος». Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έλα να συνεχίσουμε το δρόμο μας και τα λέμε καθώς θα προχωράμε.
ΣΚΥΛΟΣ–Κάνε μου όμως μια χάρη. Μην τρέχεις. Μπορεί να έχω τέσσερα πόδια αλλά δεν είναι τόσο μακριά σαν τα δικά σου.
(Αλλαγή σκηνικού. Βλέπουμε μια γάτα σε ένα παράθυρο με γυαλιά στα μάτια να πλέκει, ενώ τα ποντίκια χορεύουν γύρω της. Η γάτα τους τραγουδάει. Παίζει μουσική).
ΓΑΤΑ–Αχ, όταν ήμουν νέα ανέβαινα στις σκεπές των πιο ψηλών σπιτιών. Και τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσε να με δει κανείς. Παραμόνευα. Κι όλα τα ποντίκια τότε τα κατάφερνα με μια δαγκωνιά!... Σήμερα, δεν καταφέρνω τίποτα χωρίς πονηριά.
(Ακούγεται η σπιτονοικοκυρά να φωνάζει απο μέσα)
ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ–Τι, τα ποντίκια χορεύουν και εσύ κάθεσαι και τα κοιτάς; Και δεν φτάνουν όλα αυτά παρά πλέκεις κιόλας ατάραχη και διηγείσαι ιστορίες απο τα νιάτα σου. Τι να την κάνω τη γάτα, που δεν μπορεί να κυνηγήσει ούτε ένα ποντίκι; Εμπρός, αδειασέ μου την γωνιά. Και να μην ξαναφανείς εδώ!
(Η γάτα βάζει το καπέλο της και σταματά στο κατώφλι κλαίγοντας)
ΓΑΤΑ–Αυτή ήταν η αμοιβή μου. Το ευχαριστώ της για όσα έκανα. Με έδιωξε.
ΣΚΥΛΟΣ–Κυρά γειτόνισσα, γιατί κάνετε έτσι, τί πάθατε;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τι σου συμβαίνει αλήθεια;
ΓΑΤΑ–Ποιός μπορεί να είναι χαρούμενος όταν κινδυνεύει η ζωή του;
ΣΚΥΛΟΣ–Μα πες μας επιτέλους, τί έγινε;
ΓΑΤΑ–Επειδή λόγω ηλικίας, δεν βλέπω τόσο καλά, επειδή τα δόντια μου δεν είναι πια τόσο μυτερά, και επειδή προτιμώ να κάθομαι πίσω απο την ωραία ζεστή σόμπα, παρά να κυνηγώ ποντίκια, με έδιωξε η σπιτονοικοκυρά μου. Και τώρα τι γίνεται; Πού να πάω;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έλα μαζί μας στη Βρέμη. Εσύ έχεις ειδικότητα στη μουσική τη νύχτα.
ΣΚΥΛΟΣ–Ναι έλα. Και εμάς δε μας θέλουνε πια τα αφεντικά μας.
ΓΑΤΑ–Δεν μου μένει τίποτα άλλο. Έρχομαι λοιπόν, μαζί σας.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κικιρίκικι! Κικιρίκικι!
ΣΚΥΛΟΣ–Ποιός φωνάζει έτσι; Τι κραυγές είναι αυτές;
ΓΑΤΑ–Είναι ο κόκορας του Μπάρμπα-Θανάση.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ε, τι σε έπιασε εσένα; Οι κραυγές σου είναι τρομερές. Είναι κραυγές ζωής και θανάτου.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κικιρίκικι! Είχα πει ότι θα έχουμε καλό καιρό. Η σπιτονοικοκυρά μου ήθελε να το ξέρει για να απλώσει τα πλυμένα ρούχα. Εγώ το είπα για να την ευχαριστήσω. Ο καιρός όμως χάλασε και τα ρούχα γέμισαν λάσπες. Έχει τα νεύρα της εξαιτίας μου. Έπαθε και το κακό με τα ρούχα. Και τώρα... Κικιρίκικι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Και τώρα;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Τώρα περιμένω την εκτέλεσή μου.
ΣΚΥΛΟΣ–Την εκτέλεσή σου;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Ναι, το βράδυ θα με σφάξει η μαγείρισσα και αύριο θα με φτιάξουν σούπα για τους επισκέπτες τους. Κικιρίκικι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Γι’αυτό λοιπόν φωνάζεις; Όσο έχεις καιρό;
ΣΚΥΛΟΣ–Κοκοροκέφαλε! Έλα καλύτερα μαζί μας στην Βρέμη. Εκεί θα βρεις σίγουρα, κάτι καλύτερο απο το θάνατο.
ΓΑΤΑ–Έχεις καλή φωνή, θα συνθέσουμε μουσική ποιότητας μαζί. Εξάλλου είμαστε τέσσερις τώρα. Σωστό κουαρτέτο.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Καλά τα λέει η συνάδελφος. Ακολουθείς λοιπόν;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Μα βέβαια και θα έρθω.
ΣΚΥΛΟΣ–Τι όνομα θα δώσουμε στο συγκρότημά μας; Τι θα λέγατε για το «οι ηχούντες τετράποδες», καλό δεν είναι;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Εγώ όπως ακριβώς θα διαπιστώσετε, αγαπητοί συνάδελφοι, έχω μόνο δύο πόδια.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ας αφήσουμε τώρα αυτές τις συζητήσεις. Η πόλη Βρέμη είναι πολύ μακριά. Σήμερα θα φτάσουμε το βράδυ στο δάσος, όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Ας μην αργοπορούμε λοιπόν.
ΣΚΥΛΟΣ–Στο δρόμο μπορούμε να τραγουδάμε.Κι έτσι θα κάνουμε και την πρόβα μας.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ας τραγουδήσουμε λοιπόν!
(Αρχίζει το τραγούδι) Ο γάιδαρος πεινάει,
αρχίζει και κλωτσάει.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Τον καλό τον πετεινό,
θα τον κάνανε ψητό.
ΣΚΥΛΟΣ–Η κοιλιά μου γουργουρίζει,
φαγητό είναι που μυρίζει.
(Αλλαγή σκηνικού-βρίσκονται στο δάσος)
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Το δάσος είναι βέβαια ωραίο. Πράσινο, αλλά και πολύ σκοτεινό. Ας διανυκτερεύσουμε εδώ.
ΣΚΥΛΟΣ–Να, εκεί μπροστά είναι ένα μεγάλο δέντρο. Πώς σας φαίνεται;
ΓΑΤΑ–Ο πάγκος πίσω από τη σόμπα μου άρεσε καλύτερα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ο σκύλος κι εγώ θα ξαπλώσουμε κάτω από το δέντρο.
ΓΑΤΑ–Εγώ θα βολευτώ πάνω σε ένα κλαδί.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κι εγώ θα πετάξω στην κορυφή του δέντρου. Εκεί είναι το πιο ασφαλές μέρος για μένα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Σας εύχομαι τότε καλή νύχτα.
ΚΟΚΟΡΑΣ–(Απο την κορφή του δέντρου) Κικιρίκικι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τι έγινε πάλι;
KOKOΡΑΣ–Βλέπω ένα φως... Κικιρίκικι...Φώς!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τί φώς είναι αυτό;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Από ένα σπίτι εδώ κοντά.
ΣΚΥΛΟΣ–Σπίτι μέσα στο δάσος; Θα είναι του δασοφύλακα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τότε καλύτερα να πάμε σε αυτό το σπίτι. Θα ζητήσουμε άσυλο για τη σημερινή νύχτα. Εδώ δεν είναι και πολύ άνετα.
ΣΚΥΛΟΣ–Μερικά κοκαλάκια με λίγο κρεατάκι επάνω, θα μου έκαναν καλό.
ΓΑΤΑ–Γιατί αυτή η πολυλογία; Δεν οφελεί σε τίποτα. Ας ξεκινήσουμε τώρα αμέσως για το σπίτι.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Να, πλησιάζουμε. Α, τι ωραίο σπίτι!
ΣΚΥΛΟΣ–Κοίταξε μέσα από το παράθυρο, Σταχτή μου. Εσύ είσαι άλλωστε, ο πιο ψηλός του συγκροτήματος.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ω, τι βλέπω!
ΟΛΟΙ–Τι βλέπεις;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τέσσερις ληστές τρώνε και μεθούν μπροστά σε ένα τραπέζι με όλα τα αγαθά του Θεού στρωμένα μπροστά τους. Κρασί, τυρί, σαλάμια..
ΣΚΥΛΟΣ–Και από κρέας τίποτα;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Βλέπω κάθε είδους ψητά και τηγανιτά κρέατα.
ΓΑΤΑ–Βλέπεις μήπως τους ληστές να κρυώνουν;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Καθόλου. Έχουν μια τεράστια σόμπα δίπλα τους.
ΓΑΤΑ–Ω! Ένα τραπέζι με όλα τα καλά, φαγητά, ποτό και ζέστη!
ΣΚΥΛΟΣ–Αυτό είναι το σωστό για μας. Ό,τι βρίσκουν αυτοί νόστιμο να το βρίσκουμε κι εμείς. Και μάλιστα πιο νόστιμο ακόμη.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έχω μια ιδέα.
(Ψιθυρίζουν πολύ ώρα σιγανά μεταξύ τους. Ακούγονται ληστές να τρώνε και να κουβεντιάζουν)
ΛΗΣΤΕΣ (Τραγουδούν)
(Τα τέσσερα ζώα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο μπροστά στο παράθυρο. Ορμάνε μέσα στο σπίτι. Πέφτει πολύ ξύλο. Φωνές φασαρία. Οι ληστές το βάζουν στα πόδια. Φεύγουν από το σπίτι τρέχοντας).
ΛΗΣΤΕΣ–Βοήθεια! Τι τρέχει; Φαντάσματα! Ας φύγουμε, να σωθούμε στο δάσος.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έφυγαν οι ληστές.
ΣΚΥΛΟΣ–Κι εμείς μπορούμε, ήσυχα τώρα να στρωθούμε στο φαγητό.
ΓΑΤΑ–Ω! Τί λιχουδιές!
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κικιρίκικι! Μπορώ να σας πω κάτι; Αγαπητοί συνάδελφοι, σε αυτό το σπίτι υπάρχει χώρος για όλους μας. Υπάρχει ακόμα πάρα πολύ φαγητό και ποτό στις αποθήκες. Υπάρχει καθαρός αέρας και ησυχία. Κικιρίκικι! Δεν πιστεύω να είμαστε το ίδιο τυχεροί αν μείνουμε στη Βρέμη. Προτείνω να μείνουμε εδώ. Κικιρίκικι! Τους ληστές δεν θα τους αφήσουμε να ξαναπατήσουν το πόδι τους εδώ.
ΟΛΟΙ–Ναι, ναι! Εδώ θα μείνουμε. Ας πιούμε στην υγειά τους. Εβίβα!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Kαλή όρεξη λοιπόν. Αλλά ας βάλουμε και λίγη μουσική. Τότε το φαΐ θα μας φανεί πιο νόστιμο.
(Παλιό γραμμόφωνο παίζει)
ΣΚΥΛΟΣ–Καλό το φαγητό. Ώρα για ύπνο τώρα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ναι, αλλά θα πρέπει να ξαγρυπνήσουμε. Αν γυρίσουν οι ληστές πρέπει να τους διώξουμε.
(Τα ζώα ξαπλώνουν μπροστά σε πόρτες. Οι ληστές έρχονται σιγά-σιγά. Τα ζώα ορμούν επάνω τους. Οι ληστές υποχωρούν, φεύγουν. Βλέπουμε τους 4 ληστές μαζεμένους να μιλούν ψυθιριστά).
ΤΕΛΟΣ
Το έργο είναι βασισμένο στο ομώνυμο παραμύθι των αδερφών Γκρίμ.
Μπορείτε αν θέλετε να το δραματοποιήσετε με την τάξη σας ή τους φίλους των παιδιών σας.
Το έργο μας αρχίζει!
(Ο γάιδαρος φορτώνεται με πολλά σακιά απο τον αφέντη του, τον μυλωνά)
ΜΥΛΩΝΑΣ–Κάθισε φρόνιμα, τι νευρικό ζώο που είσαι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Εάν μου επιτρέπεται, θα σας διορθώσω. Αν ο γάιδαρος έγινε νευρικός δεν φταίει αυτός, αλλά οι άνθρωποι.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Τεμπέλη! Θα σου άρεσε να κάθεσαι όλη μέρα και να μην κάνεις τίποτα. Νομίζεις οτι θα σε ταίζω έτσι, για το τίποτα;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Εγώ αφεντικό, θαρρώ πως με ταίσατε περισσότερο ξύλο παρά κριθάρι.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Πού ξανακούστηκαν τέτοια λόγια! Τι αχάριστο ζώο!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Σήμερα το παρακάνατε νομίζω. Με παραφορτώσατε.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Για ένα εργατικό ον αυτό δεν θα ήταν καθόλου βαρύ φορτίο. Αλλά βλέπω οτι εσύ τελευταία δεν έχεις πολλές δυνάμεις και αντοχή.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Υπολόγισε, αφεντικό πόσον καιρό κιόλας δουλεύω για σένα. Και μάλιστα χωρίς ποτέ να γκρινιάξω. Μέτρησες ποτέ όλα αυτά τα χρόνια, πόσα σακιά σου μετέφερα ως το μύλο σου;
ΜΥΛΩΝΑΣ–Σαν να μην είχα άλλη δουλειά να κάνω απο το να μετράω τα σακιά.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Εάν κατεβάζατε δύο σακιά το φορτίο θα γινόταν ελαφρότερο.
ΜΥΛΩΝΑΣ–Τετράποδο άχρηστο! Σιγά-σιγά δεν θα μπορείς ούτε ένα σακί να κουβαλήσεις. Θα μου είσαι άχρηστος, ενώ την τροφή σου θα την θέλεις.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–(Ρίχνει όλα τα σακιά κάτω) Αφεντικό κράτα το φαγητό για σένα και κουβάλα τα σακιά μόνος σου στο μύλο. Θα βρώ και αλλού τροφή. Πολλές απαιτήσεις δεν έχω. Είμαι πολύ μετριόφρων γάιδαρος. Θα πάω στην πόλη Βρέμη. Εκεί ψάχνουν για μουσικούς. Εκεί θα πάω να βρω την τύχη μου. Θα μάθω να παίζω λαούτο και μαζί θα τραγουδώ χαρούμενα τραγούδια, γιατί έχω ωραία φωνή...
(Μονολογεί) Κακά τα ψέματα.
(Δυνατά) Να λοιπόν, είμαι έτοιμος για το ταξίδι. Καλή τύχη, κυρ' μυλωνά. Ιιά, Ιά.
(Ο γάιδαρος φεύγει. Ο μυλωνάς βρίζει. Από τη μια πόρτα βγαίνει ένας σκύλος τρεχάτος. Σταματάει να πάρει λίγη ανάσα.)
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Γειά σου γείτονα! Γιατί ανασαίνεις έτσι; Έτρεχες μήπως; Ασφαλώς θα έιχες πάει για κυνήγι με το αφεντικό σουτον κυνηγό, ε;
ΣΚΥΛΟΣ–Α, στο κυνήγι δεν πάω πια. Καιρό τώρα. Γεράματα βλέπεις.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έλα τώρα, μη στεναχωριέσαι.
ΣΚΥΛΟΣ–Μια κουβέντα είναι και αυτή. Δεν ξέρεις τι σημαίνει να ζεις σκυλίσια ζωή. Α! Σίγουρα δεν είναι ζωή αυτή. «Χάσου κοπρόσκυλο» μου είπε το αφεντικό μου. Ακούς εκεί, λέξη!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Παρηγορήσου, γιατί κι εγώ τα ίδια τράβηξα.
ΣΚΥΛΟΣ–Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να το σκάσω. Αλλά πού να πάω. Είμαι ένας ταλαιπωρημένος σκύλος. Πώς θα βγάζω το ψωμί μου;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Με τη μουσική!
ΣΚΥΛΟΣ–Δηλαδή τί; Να χτυπάω νταούλια σε διάφορα πανηγύρια;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ακριβώς.
ΣΚΥΛΟΣ–Φαίνεται οτι δεν είσαι στα καλά σου.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Δεν τα έχω καθόλου χαμένα. Εγώ πηγαίνω στην πόλη Βρέμη να γίνω μουσικός.
ΣΚΥΛΟΣ- Και γιατί;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Γιατί το αφεντικό μου ο μυλωνάς με παίδεψε όλα τα χρόνια.
ΣΚΥΛΟΣ–Ώστε κι εσύ κάνεις σκυλίσια ζωή;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Θα έλεγα γαιδουρίσια ζωή. Ξέρεις κάτι, έλα κι εσύ μαζί. Γίνε μουσικός. Εσύ θα παίζεις τύμπανο κι εγώ λαούτο.
ΣΚΥΛΟΣ–Ναι αυτό θα ήταν κάτι. Το τύμπανο! Καλή ιδέα. Όπως άκουσα πληρώνονται καλά οι ντραμίστες σήμερα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Κι εγώ το άκουσα αυτό.
ΣΚΥΛΟΣ–Θα μπορούσαμε να ανοίξουμε και εστιατόριο στη Βρέμη. Εσύ τι λές; Θα το ονομάζαμε «Ο μαύρος σκύλος». Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έλα να συνεχίσουμε το δρόμο μας και τα λέμε καθώς θα προχωράμε.
ΣΚΥΛΟΣ–Κάνε μου όμως μια χάρη. Μην τρέχεις. Μπορεί να έχω τέσσερα πόδια αλλά δεν είναι τόσο μακριά σαν τα δικά σου.
(Αλλαγή σκηνικού. Βλέπουμε μια γάτα σε ένα παράθυρο με γυαλιά στα μάτια να πλέκει, ενώ τα ποντίκια χορεύουν γύρω της. Η γάτα τους τραγουδάει. Παίζει μουσική).
ΓΑΤΑ–Αχ, όταν ήμουν νέα ανέβαινα στις σκεπές των πιο ψηλών σπιτιών. Και τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσε να με δει κανείς. Παραμόνευα. Κι όλα τα ποντίκια τότε τα κατάφερνα με μια δαγκωνιά!... Σήμερα, δεν καταφέρνω τίποτα χωρίς πονηριά.
(Ακούγεται η σπιτονοικοκυρά να φωνάζει απο μέσα)
ΣΠΙΤΟΝΟΙΚΟΚΥΡΑ–Τι, τα ποντίκια χορεύουν και εσύ κάθεσαι και τα κοιτάς; Και δεν φτάνουν όλα αυτά παρά πλέκεις κιόλας ατάραχη και διηγείσαι ιστορίες απο τα νιάτα σου. Τι να την κάνω τη γάτα, που δεν μπορεί να κυνηγήσει ούτε ένα ποντίκι; Εμπρός, αδειασέ μου την γωνιά. Και να μην ξαναφανείς εδώ!
(Η γάτα βάζει το καπέλο της και σταματά στο κατώφλι κλαίγοντας)
ΓΑΤΑ–Αυτή ήταν η αμοιβή μου. Το ευχαριστώ της για όσα έκανα. Με έδιωξε.
ΣΚΥΛΟΣ–Κυρά γειτόνισσα, γιατί κάνετε έτσι, τί πάθατε;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τι σου συμβαίνει αλήθεια;
ΓΑΤΑ–Ποιός μπορεί να είναι χαρούμενος όταν κινδυνεύει η ζωή του;
ΣΚΥΛΟΣ–Μα πες μας επιτέλους, τί έγινε;
ΓΑΤΑ–Επειδή λόγω ηλικίας, δεν βλέπω τόσο καλά, επειδή τα δόντια μου δεν είναι πια τόσο μυτερά, και επειδή προτιμώ να κάθομαι πίσω απο την ωραία ζεστή σόμπα, παρά να κυνηγώ ποντίκια, με έδιωξε η σπιτονοικοκυρά μου. Και τώρα τι γίνεται; Πού να πάω;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έλα μαζί μας στη Βρέμη. Εσύ έχεις ειδικότητα στη μουσική τη νύχτα.
ΣΚΥΛΟΣ–Ναι έλα. Και εμάς δε μας θέλουνε πια τα αφεντικά μας.
ΓΑΤΑ–Δεν μου μένει τίποτα άλλο. Έρχομαι λοιπόν, μαζί σας.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κικιρίκικι! Κικιρίκικι!
ΣΚΥΛΟΣ–Ποιός φωνάζει έτσι; Τι κραυγές είναι αυτές;
ΓΑΤΑ–Είναι ο κόκορας του Μπάρμπα-Θανάση.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ε, τι σε έπιασε εσένα; Οι κραυγές σου είναι τρομερές. Είναι κραυγές ζωής και θανάτου.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κικιρίκικι! Είχα πει ότι θα έχουμε καλό καιρό. Η σπιτονοικοκυρά μου ήθελε να το ξέρει για να απλώσει τα πλυμένα ρούχα. Εγώ το είπα για να την ευχαριστήσω. Ο καιρός όμως χάλασε και τα ρούχα γέμισαν λάσπες. Έχει τα νεύρα της εξαιτίας μου. Έπαθε και το κακό με τα ρούχα. Και τώρα... Κικιρίκικι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Και τώρα;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Τώρα περιμένω την εκτέλεσή μου.
ΣΚΥΛΟΣ–Την εκτέλεσή σου;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Ναι, το βράδυ θα με σφάξει η μαγείρισσα και αύριο θα με φτιάξουν σούπα για τους επισκέπτες τους. Κικιρίκικι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Γι’αυτό λοιπόν φωνάζεις; Όσο έχεις καιρό;
ΣΚΥΛΟΣ–Κοκοροκέφαλε! Έλα καλύτερα μαζί μας στην Βρέμη. Εκεί θα βρεις σίγουρα, κάτι καλύτερο απο το θάνατο.
ΓΑΤΑ–Έχεις καλή φωνή, θα συνθέσουμε μουσική ποιότητας μαζί. Εξάλλου είμαστε τέσσερις τώρα. Σωστό κουαρτέτο.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Καλά τα λέει η συνάδελφος. Ακολουθείς λοιπόν;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Μα βέβαια και θα έρθω.
ΣΚΥΛΟΣ–Τι όνομα θα δώσουμε στο συγκρότημά μας; Τι θα λέγατε για το «οι ηχούντες τετράποδες», καλό δεν είναι;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Εγώ όπως ακριβώς θα διαπιστώσετε, αγαπητοί συνάδελφοι, έχω μόνο δύο πόδια.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ας αφήσουμε τώρα αυτές τις συζητήσεις. Η πόλη Βρέμη είναι πολύ μακριά. Σήμερα θα φτάσουμε το βράδυ στο δάσος, όπου και θα διανυκτερεύσουμε. Ας μην αργοπορούμε λοιπόν.
ΣΚΥΛΟΣ–Στο δρόμο μπορούμε να τραγουδάμε.Κι έτσι θα κάνουμε και την πρόβα μας.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ας τραγουδήσουμε λοιπόν!
(Αρχίζει το τραγούδι) Ο γάιδαρος πεινάει,
αρχίζει και κλωτσάει.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Τον καλό τον πετεινό,
θα τον κάνανε ψητό.
ΣΚΥΛΟΣ–Η κοιλιά μου γουργουρίζει,
φαγητό είναι που μυρίζει.
(Αλλαγή σκηνικού-βρίσκονται στο δάσος)
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Το δάσος είναι βέβαια ωραίο. Πράσινο, αλλά και πολύ σκοτεινό. Ας διανυκτερεύσουμε εδώ.
ΣΚΥΛΟΣ–Να, εκεί μπροστά είναι ένα μεγάλο δέντρο. Πώς σας φαίνεται;
ΓΑΤΑ–Ο πάγκος πίσω από τη σόμπα μου άρεσε καλύτερα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ο σκύλος κι εγώ θα ξαπλώσουμε κάτω από το δέντρο.
ΓΑΤΑ–Εγώ θα βολευτώ πάνω σε ένα κλαδί.
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κι εγώ θα πετάξω στην κορυφή του δέντρου. Εκεί είναι το πιο ασφαλές μέρος για μένα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Σας εύχομαι τότε καλή νύχτα.
ΚΟΚΟΡΑΣ–(Απο την κορφή του δέντρου) Κικιρίκικι!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τι έγινε πάλι;
KOKOΡΑΣ–Βλέπω ένα φως... Κικιρίκικι...Φώς!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τί φώς είναι αυτό;
ΚΟΚΟΡΑΣ–Από ένα σπίτι εδώ κοντά.
ΣΚΥΛΟΣ–Σπίτι μέσα στο δάσος; Θα είναι του δασοφύλακα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τότε καλύτερα να πάμε σε αυτό το σπίτι. Θα ζητήσουμε άσυλο για τη σημερινή νύχτα. Εδώ δεν είναι και πολύ άνετα.
ΣΚΥΛΟΣ–Μερικά κοκαλάκια με λίγο κρεατάκι επάνω, θα μου έκαναν καλό.
ΓΑΤΑ–Γιατί αυτή η πολυλογία; Δεν οφελεί σε τίποτα. Ας ξεκινήσουμε τώρα αμέσως για το σπίτι.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Να, πλησιάζουμε. Α, τι ωραίο σπίτι!
ΣΚΥΛΟΣ–Κοίταξε μέσα από το παράθυρο, Σταχτή μου. Εσύ είσαι άλλωστε, ο πιο ψηλός του συγκροτήματος.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ω, τι βλέπω!
ΟΛΟΙ–Τι βλέπεις;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Τέσσερις ληστές τρώνε και μεθούν μπροστά σε ένα τραπέζι με όλα τα αγαθά του Θεού στρωμένα μπροστά τους. Κρασί, τυρί, σαλάμια..
ΣΚΥΛΟΣ–Και από κρέας τίποτα;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Βλέπω κάθε είδους ψητά και τηγανιτά κρέατα.
ΓΑΤΑ–Βλέπεις μήπως τους ληστές να κρυώνουν;
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Καθόλου. Έχουν μια τεράστια σόμπα δίπλα τους.
ΓΑΤΑ–Ω! Ένα τραπέζι με όλα τα καλά, φαγητά, ποτό και ζέστη!
ΣΚΥΛΟΣ–Αυτό είναι το σωστό για μας. Ό,τι βρίσκουν αυτοί νόστιμο να το βρίσκουμε κι εμείς. Και μάλιστα πιο νόστιμο ακόμη.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έχω μια ιδέα.
(Ψιθυρίζουν πολύ ώρα σιγανά μεταξύ τους. Ακούγονται ληστές να τρώνε και να κουβεντιάζουν)
ΛΗΣΤΕΣ (Τραγουδούν)
(Τα τέσσερα ζώα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο μπροστά στο παράθυρο. Ορμάνε μέσα στο σπίτι. Πέφτει πολύ ξύλο. Φωνές φασαρία. Οι ληστές το βάζουν στα πόδια. Φεύγουν από το σπίτι τρέχοντας).
ΛΗΣΤΕΣ–Βοήθεια! Τι τρέχει; Φαντάσματα! Ας φύγουμε, να σωθούμε στο δάσος.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Έφυγαν οι ληστές.
ΣΚΥΛΟΣ–Κι εμείς μπορούμε, ήσυχα τώρα να στρωθούμε στο φαγητό.
ΓΑΤΑ–Ω! Τί λιχουδιές!
ΚΟΚΟΡΑΣ–Κικιρίκικι! Μπορώ να σας πω κάτι; Αγαπητοί συνάδελφοι, σε αυτό το σπίτι υπάρχει χώρος για όλους μας. Υπάρχει ακόμα πάρα πολύ φαγητό και ποτό στις αποθήκες. Υπάρχει καθαρός αέρας και ησυχία. Κικιρίκικι! Δεν πιστεύω να είμαστε το ίδιο τυχεροί αν μείνουμε στη Βρέμη. Προτείνω να μείνουμε εδώ. Κικιρίκικι! Τους ληστές δεν θα τους αφήσουμε να ξαναπατήσουν το πόδι τους εδώ.
ΟΛΟΙ–Ναι, ναι! Εδώ θα μείνουμε. Ας πιούμε στην υγειά τους. Εβίβα!
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Kαλή όρεξη λοιπόν. Αλλά ας βάλουμε και λίγη μουσική. Τότε το φαΐ θα μας φανεί πιο νόστιμο.
(Παλιό γραμμόφωνο παίζει)
ΣΚΥΛΟΣ–Καλό το φαγητό. Ώρα για ύπνο τώρα.
ΓΑΙΔΑΡΟΣ–Ναι, αλλά θα πρέπει να ξαγρυπνήσουμε. Αν γυρίσουν οι ληστές πρέπει να τους διώξουμε.
(Τα ζώα ξαπλώνουν μπροστά σε πόρτες. Οι ληστές έρχονται σιγά-σιγά. Τα ζώα ορμούν επάνω τους. Οι ληστές υποχωρούν, φεύγουν. Βλέπουμε τους 4 ληστές μαζεμένους να μιλούν ψυθιριστά).
1ος ΛΗΣΤΗΣ–Μας έδιωξαν τα άγρια αυτά πνεύματα απο το σπίτι μας.
2ος ΛΗΣΤΗΣ–Είδατε τι άγρια πρόσωπα που είχαν;
3ος ΛΗΣΤΗΣ–Εγώ δεν ξαναγυρνάω στο σπίτι. Το ένα φάντασμα μου δάγκωσε το πόδι.
4ος ΛΗΣΤΗΣ–Α! Κι εμένα τον πισινό.
3ος ΛΗΣΤΗΣ–Κι εμένα με γρατσούνισε στο πρόσωπο.
2ος ΛΗΣΤΗΣ–Πρέπει να ήταν και ένας δικαστής φάντασμα. Στεκόταν με το ένα πόδι σε ένα ξύλο και φώναζε: Κλεί-κλείστε τούς κατε.. κατε.. κατεργάρηδες στη φυλακή!
1ος ΛΗΣΤΗΣ–Ας φύγουμε από εδώ. Ας πάμε όσο γίνεται πιο μακριά. Κάπου που δεν θα μπορούν να μας βρουν αυτά τα φοβερά φαντάσματα!
2ος ΛΗΣΤΗΣ–Είδατε τι άγρια πρόσωπα που είχαν;
3ος ΛΗΣΤΗΣ–Εγώ δεν ξαναγυρνάω στο σπίτι. Το ένα φάντασμα μου δάγκωσε το πόδι.
4ος ΛΗΣΤΗΣ–Α! Κι εμένα τον πισινό.
3ος ΛΗΣΤΗΣ–Κι εμένα με γρατσούνισε στο πρόσωπο.
2ος ΛΗΣΤΗΣ–Πρέπει να ήταν και ένας δικαστής φάντασμα. Στεκόταν με το ένα πόδι σε ένα ξύλο και φώναζε: Κλεί-κλείστε τούς κατε.. κατε.. κατεργάρηδες στη φυλακή!
1ος ΛΗΣΤΗΣ–Ας φύγουμε από εδώ. Ας πάμε όσο γίνεται πιο μακριά. Κάπου που δεν θα μπορούν να μας βρουν αυτά τα φοβερά φαντάσματα!
ΤΕΛΟΣ
Ετικέτες
Κουκλοθέατρο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Βίρα τις άγκυρες!
Το Μικρό Καράβι είναι φορτωμένο με θησαυρούς από την Ελληνική προφορική παράδοση. Ταξιδέψτε μαζί του!
Στα δίχτυα μας
- Αίσωπος (11)
- Απόκριες (2)
- Γιορτή της Μητέρας (1)
- Γλωσσοδέτες (2)
- Καθαρά Δευτέρα (2)
- Κουκλοθέατρο (3)
- Νέα (17)
- Παιχνίδια (33)
- Παιχνιδοτράγουδα (9)
- Παραδόσεις (6)
- Παραμύθια (16)
- Παράφραση (1)
- Πάσχα (2)
- Πρωταπριλιά (1)
- Πρωτομαγιά (1)
- Τραγούδια (36)
- Τσικνοπέμπτη (1)
- Χριστούγεννα (3)
Στο αμπάρι
-
►
2015
(2)
- ► Σεπτεμβρίου (2)
-
▼
2011
(69)
- ► Σεπτεμβρίου (3)
- ► Φεβρουαρίου (11)
- ► Ιανουαρίου (17)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου