Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

To λιοντάρι και το ποντίκι

Μια φορά ένα λιοντάρι κοιμότανε στη σπηλιά του. Είχε φάει αποβραδίς , ένα βόδι ολόκληρο, είχε πιει μπόλικο νερό και τώρα είχε βυθιστεί στον ύπνο βλέποντας όνειρα λιονταρίσια.

Ξαφνικά, ένιωσε στον ύπνο του κάτι να τον γαργαλάει πολύ ελαφρά πάνω στο κορμί του. Άνοιξε τα μάτια και τι να δει; Ήταν ένα ποντίκι!
Θύμωσε τότε το λιοντάρι που ένα τόσο ταπεινό και μικρούλικο ζωάκι τόλμησε να του χαλάσει την ησυχία του κι αρπάζοντάς το με το πόδι του, ετοιμάστηκε να το χάψει.
Αλλά το ποντίκι άρχισε να το παρακαλάει κλαίγοντας:
«Άφησέ με Βασιλιά μου να ζήσω κι εγώ μπορεί μια μέρα να σου ξεπληρώσω την καλοσύνη που θα μου κάνεις».

Το λιοντάρι που ήτανε χορτάτο και που κυριολεκτικά δεν μπορούσε να φάει άλλο γέλασε με τα λόγια που άκουσε και είπε:
«Σου χαρίζω τη ζωή, μόλο που ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να με βοηθήσεις»!

Μια μέρα όμως το λιοντάρι έπεσε σε ένα λάκκο-παγίδα που είχαν ανοίξει κάποιοι κυνηγοί.
Αυτοί του έδεσαν τα πόδια με χοντρά σχοινιά και το άφησαν εκεί για να πάνε στο χωριό να φωνάξουν κι άλλους ανθρώπους για βοήθεια. Ήταν πολύ βαρύ για να το κουβαλήσουν μόνοι τους .

Ύστερα από λίγη ώρα, έτυχε να περνάει από εκείνο το σημείο ο ποντικός. Άκουσε τα βογγητά και κατέβηκε στο λάκκο όπου είδε δεμένο το λιοντάρι. Το γνώρισε αμέσως.
«Κάποτε μου χάρισες τη ζωή», του είπε. «Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου και θα σε ελευθερώσω».
«Εσύ θα με ελευθερώσεις»; Ρώτησε απορώντας το λιοντάρι. «Πώς είναι δυνατόν»;
«Τώρα θα δεις», είπε το ποντίκι.

Κι άρχισε με τα σουβλερά του δόντια, να ροκανίζει τα χοντρά σχοινιά που έδεναν τα πόδια του λιονταριού. Ύστερα από 3-4 ώρες, τα σχοινιά ήταν κομμένα και το λιοντάρι μπόρεσε με ένα πήδημα να βγει έξω από το λάκκο.

«Σε ευχαριστώ πολύ»! Του είπε συγκινημένο το λιοντάρι.
«Σου είχα υποσχεθεί πως θα ξεπλήρωνα την καλοσύνη που μου έκανες και κράτησα την υπόσχεσή μου», αποκρίθηκε το ποντίκι.
«Τότε γέλασες μαζί μου, γιατί δεν πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και αδύναμο ποντίκι, θα μπορούσα να βοηθήσω εσένα, το Βασιλιά των αγριμιών. Πρέπει να ξέρεις όμως, πως και οι πιο αδύναμοι μπορούν να ξεπληρώσουν το καλό που τους κάνουν οι δυνατότεροί τους»!

O ποντικός του αγρού και ο ποντικός του σπιτιού

Πριν πολλά–πολλά χρόνια ήταν δύο ποντικοί. Ο ένας είχε φτιάξει την φωλιά του στον αγρό, ενώ ο άλλος την είχε φτιάξει σε ένα πλούσιο σπίτι. Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, που οι δύο ποντικοί γνωρίστηκαν και έγιναν καλοί φίλοι. Όπως κάνουν συνήθως οι καλοί φίλοι, έτσι και οι ποντικοί της ιστορίας μας θέλησαν να ανταλλάξουν επισκέψεις στις φωλιές τους.

Την αρχή έκανε ο ποντικός του σπιτιού, όταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, ξεκίνησε για να επισκεφθεί τον φίλο του στον αγρό. Ο ποντικός του αγρού θέλοντας να ευχαριστήσει τον φίλο του, έβγαλε να τον κεράσει ό,τι πιο εκλεκτό είχε, όπως φρέσκιες ρίζες , χορταράκια και σιτάρι. Ο καλομαθημένος ποντικός του σπιτιού, βλέποντας αυτά που του πρόσφερε ο φίλος του, είπε:
«Καλέ μου φίλε, ωραία είσαι εδώ στην εξοχή, αλλά το φαγητό σου ταιριάζει περισσότερο σε μυρμήγκια παρά σε ποντικούς. Πάμε στο δικό μου σπίτι να σου κάνω το τραπέζι με φαγητά που τρώνε μόνο βασιλιάδες.»

Έτσι τα δύο ποντίκια ξεκίνησαν να πάνε στο σπίτι που είχε την φωλιά του ο ένας από τους δύο. Σε λίγη ώρα έφτασαν στο κελάρι του σπιτιού, μιας και εκεί είχε στήσει το τσαρδί του ο καλοταϊσμένος ποντικός. Πριν κάτσουν να φάνε, ο ποντικός του σπιτιού έκανε μια ξενάγηση στον φίλο του. Του έδειξε τις στάμνες με το λάδι και το κρασί, τα τσουβάλια με το αλεύρι και τα όσπρια, τα πανέρια με τα ξερά σύκα και άλλα πολλά καλούδια, αφού όπως είπαμε το σπίτι ήταν ενός πλούσιου ανθρώπου.

Όταν τελείωσε η ξενάγηση, πήρε ο καθένας τους από ένα κομμάτι τυρί και στρώθηκαν στο φαγητό. Έτυχε όμως εκείνη την ώρα, κάποιος υπηρέτης του σπιτιού να χρειαστεί κάτι από το κελάρι. Έτσι άνοιξε η πόρτα ξαφνικά με θόρυβο και ο υπηρέτης μπήκε μέσα στο κελάρι με γρήγορα βήματα. Το ποντίκι του σπιτιού , τρομαγμένο, άφησε το φαγητό και έτρεξε να κρυφτεί στη φωλιά που είχε σκάψει σε έναν τοίχο. Το ποντίκι όμως του αγρού, μαθημένο στην ηρεμία της φύσης, τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάνει και πάγωσε από τον φόβο του εκεί που καθόταν. Όταν ο υπηρέτης έφυγε και έκλεισε πίσω του την πόρτα, ο ποντικός του σπιτιού βγήκε από την φωλιά του και πήγε κοντά στον φίλο του λέγοντας :
«Έλα να συνεχίσουμε το φαγητό μας, πέρασε ο κίνδυνος.»

Τότε ο ποντικός του αγρού, με σοφία, απάντησε:
«Φίλε μου χάρισμά σου τα πλούσια φαγητά. Εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου. Προτιμώ να τρώω φτωχικά και να είμαι ήσυχος, παρά να τρώω πλουσιοπάροχα και να μην μπορώ να ησυχάσω ούτε στιγμή.»

Βίρα τις άγκυρες!

Το Μικρό Καράβι είναι φορτωμένο με θησαυρούς από την Ελληνική προφορική παράδοση. Ταξιδέψτε μαζί του!

Thalatta Seaside Hotel

Club Agia Anna

Εθνικό Ωδείο Ν.Ψυχικού

Despina's Home Ideas

Κτήμα Πανταζή

Παιδική Βιβλιοθήκη

Παιδικό Μουσείο

Σπαθάρειο