Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Η παγωμένη πολιτεία και ο μονόχειρας γίγαντας

Μια φορά και έναν καιρό πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε μια μακρινή και παράξενη πολιτεία ένας βασιλιάς. Μαζί μ' αυτόν στο πανύψηλο και πανέμορφο παλάτι έμενε η βασίλισσα και η όμορφη κόρη τους που την έλεγαν Ελιάννα. Το παλάτι τους ήταν χτισμένο στην κορυφή ενός βουνού το οποίο ήταν πάντοτε χιονισμένο.

Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά σ' εκείνη την χώρα. Σε ολόκληρη την πολιτεία υπήρχε κάτι το εντελώς παράξενο. Όλοι, μα όλοι οι κάτοικοι, μαζί και η βασιλική οικογένεια, ήταν φαλακροί. Κανένας τους δεν είχε στο κεφάλι του ούτε μια τρίχα. Τι περίεργο αλήθεια! Όμως δεν ανησυχούσαν, συνέχιζαν τη ζωή τους στην παγωμένη πολιτεία σαν να ήταν όλα φυσιολογικά.

Χιόνια και πάγοι σκέπαζαν τα σπίτια τους. Οι λίμνες ήταν τόσο παγωμένες που τα πουλιά έκαναν τσουλήθρα πάνω τους. Τα δέντρα ολόγυρα έστεκαν κοκαλωμένα και τα κλαδιά τους ακίνητα. Λες και κάποιο μαγικό χέρι τα είχε ακινητοποιήσει. Χρώματα δεν υπήρχαν πουθενά, παρά ήταν όλα άσπρα κάτασπρα.

Η καημένη Ελιάννα περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέσα στο παλάτι, διότι έξω έκανε παγωνιά. Είχε για μοναδική συντροφιά τον αχώριστο φίλο της -ένα δικέφαλο άλογο που το είχε μεγαλώσει η ίδια. Κάθε απόγευμα έβγαινε από την αυλή του παλατιού στο δάσος παρέα με το δικέφαλο άλογο και καθόταν πλάι σε μια παγωμένη λιμνούλα κάτω από ένα πελώριο δέντρο.

Μαζί της έπαιρνε κι ένα βιβλίο που το αγαπούσε τόσο πολύ και χανόταν μέσα στις ιστορίες του. Και καθώς οι μέρες περνούσαν, όλα εξακολουθούσαν να παραμένουν ίδια. Το χιόνι, οι άνθρωποι και η πριγκίπισσα.
Ώσπου μια μέρα, που ήταν παγερή όπως όλες οι άλλες αλλά ο ήλιος ήταν ψηλά, κι ενώ η πριγκίπισσα καθόταν πλάι στη λιμνούλα και διάβαζε το αγαπημένο της βιβλίο ξαπλωμένη στη ρίζα του δέντρου, άκουσε από μακριά βήματα. Δεν ήταν συνηθισμένα βήματα. Ήταν βαριά και επίμονα. Κάποιος έτρεχε προς το μέρος της. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε μια πελώρια σκιά.
-Ποιός είναι;

Ρώτησε φοβισμένη. Μα κανείς δεν απαντούσε. Το δικέφαλο άλογο τρομοκρατημένο σήκωσε τα μπροστινά πόδια του χλιμιντρίζοντας και κάλπασε μακριά.
-Ποιός είναι;

Ρώτησε για δεύτερη φορά η Ελιάννα. Ξάφνου πίσω από τον πλατύ κορμό του τεράστιου δέντρου εμφανίστηκε ένας γίγαντας. Δεν ήταν άσχημος αλλά ήταν τουλάχιστον τέσσερις φορές ψηλότερος από οποιονδήποτε είχε δει ποτέ της.

Η Ελιάννα πάγωσε από το φόβο της. Με το ελάχιστο κουράγιο που τις είχε απομείνει και με τρεμάμενη φωνή είπε:
-Τι θες εδώ; Ποιός είσαι;

Κι ο γίγαντας αποκρίθηκε:
-Μη φοβάσαι, δεν θέλω το κακό σου. Έρχομαι από μια μακρινή χώρα από όπου με έδιωξαν επειδή μου λείπει το ένα χέρι και γι' αυτό τους είμαι άχρηστος. Από τότε περιπλανιέμαι ψάχνοντας να βρω ένα μέρος να μείνω αλλά με διώχνουν από παντού. Όλοι με φοβούνται. Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου κι εγώ θα προσφέρω σ' εσένα και το λαό σου αυτό που πραγματικά χρειάζεστε.
-Μα δεν χρειαζόμαστε κάτι,
είπε η Ελιάννα.
-Χρειάζεστε μα δεν το ξέρετε. Πάρε με μαζί σου και δεν θα χάσεις.

Έτσι η πριγκίπισσα, κρυφά από όλους, έδωσε στέγη στο γίγαντα μέσα στην κουφάλα του πελώριου δέντρου και ο γίγαντας στρώθηκε στη δουλειά για να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Μετά από λίγες εβδομάδες, ο γίγαντας παρουσιάστηκε στην Ελιάννα για να της δώσει ένα μαγικό χρυσό κλειδί που έφτιαξε ο ίδιος με τις μυστικές τέχνες που κατείχε.
-Πάρε αυτό το κλειδί. Πήγαινε στο ψηλό βουνό βόρεια από το παλάτι και στην κορυφή του θα βρεις μια σπηλιά. Μπες μέσα και τράβα το παλιό σκουριασμένο μα πολύτιμο σεντούκι. Πρόσεχε όμως, μην το ανοίξεις όσο θα είσαι εκεί. Θα το φέρεις εδώ, θα το βάλεις στην πλατεία της πόλης και τότε θα το ανοίξεις μπροστά σε όλους.

Έτσι κι έγινε. Η Ελιάννα έφερε το σεντούκι με τη βοήθεια του δικέφαλου αλόγου, το έβαλε στη μέση της πλατείας και όλοι μαζεύτηκαν περίεργοι για το τι θα δουν. Όταν όλοι ήταν παρόντες, η πριγκίπισσα έβαλε το χρυσό κλειδί στη σκουριασμένη κλειδαριά.
Τρία βαριά κρακ ακούστηκαν καθώς γύριζε το κλειδί. Τότε καθώς η Ελιάννα άνοιγε το καπάκι, όλα άστραψαν.

Ζεστές ακτίνες έπεσαν πάνω στα ψυχρά σπίτια και στις παγωμένες λίμνες. Οι πάγοι άρχισαν να λιώνουν και το χιόνι γινόταν νερό. Τα χρώματα επανήλθαν στο τοπίο και στους ανθρώπους. Και το πιο περίεργο από όλα. Όλοι έβγαλαν μαλλιά! Η Ελιάννα είχε μακριά κατάξανθα μαλλιά. Ο ήλιος πλέον ήταν ζεστός ψηλά στον γαλανό ουρανό και χαμόγελα ήρθαν στα πρόσωπα των ανθρώπων.
-Ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμασταν αλλά δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε τέτοια ομορφιά. Σ' ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου και εκ μέρους όλων των κατοίκων της πολιτείας,
είπε η Ελιάννα στο γίγαντα.
-Η χαρά ήταν δική μου, καλή μου πριγκίπισσα. Μόνο εσύ από όλους τους ανθρώπους με βοήθησες. Άρα όλα οφείλονται στην δική σου καλοσύνη.

Τώρα όλη η πολιτεία ευγνωμονούσε τον μονόχειρα γίγαντα. Ένιωθαν όλοι πως κάτι έπρεπε να κάνουν για να τον ευχαριστήσουν. Έτσι ο βασιλιάς ο ίδιος πήγε στην χώρα των γιγάντων και αυτοπροσώπως τους ευχαρίστησε για τη βοήθεια που προσέφερε στην πολιτεία του ο μονόχειρας γίγαντας. Οι άλλοι γίγαντες ένιωσαν περηφάνια, κι έτσι τον δέχτηκαν πίσω σαν φίλο κι ας ήταν μονόχειρας.

Όσο για το χέρι που του έλειπε, κανένας δεν είπε ξανά το παραμικρό γι' αυτό, μια και η καλή του καρδιά δεν άφηνε κανένα να δει το πρόβλημά του.


Βίρα τις άγκυρες!

Το Μικρό Καράβι είναι φορτωμένο με θησαυρούς από την Ελληνική προφορική παράδοση. Ταξιδέψτε μαζί του!

Thalatta Seaside Hotel

Club Agia Anna

Εθνικό Ωδείο Ν.Ψυχικού

Despina's Home Ideas

Κτήμα Πανταζή

Παιδική Βιβλιοθήκη

Παιδικό Μουσείο

Σπαθάρειο